- βροντοχτύπημα
- το1. χτύπημα που συνοδεύεται από κρότο: Ακούστηκε βροντοχτύπημα επάνω στη βαριά εξώπορτα.2. βαρύ πέσιμο: Έπεσε από τη σκάλα με βροντοχτύπημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.